καρποφόρημα

καρποφόρημα
καρποφόρ-ημα, ατος, τό,
A fruit borne, Eust. 1572.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρποφόρημα — καρποφόρημα, τὸ (Μ) [καρποφορώ] ο καρπός, το σύνολο τών καρπών που έχουν παραχθεί …   Dictionary of Greek

  • καρποφόρημα — fruit borne neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”